τσικνιστός

τσικνιστός
-ή, -ό
που έχει τσικνιστεί, ο τσικνισμένος, που έχει μυρωδιά τσίκνας: Τσικνιστό κρέας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”